νεόδορος

νεόδορος
νεό-δορος, ον,
A = νεόδαρτος I, Thphr.HP9.5.3, J.BJ3.7.10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεόδορος — νεόδορος, ον (Α) αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δορος (< δορά / δορός < δέρω «γδέρνω»), πρβλ. ά δορος] …   Dictionary of Greek

  • νεόδορον — νεόδορος masc/fem acc sg νεόδορος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοδόρους — νεόδορος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοδόρων — νεόδορος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόδορα — νεόδορος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”